πεντοζάνες

πεντοζάνες
οι
χημ. συνοπτική ονομασία οργανικών ενώσεων, προϊόντων πολυσυμπύκνωσης τών πεντοζών, κυριότερες από τις οποίες είναι οι αραβάνες και οι ξυλάνες, που απαντούν στα φυτικά κόμμεα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pentosannes < pentose].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αραβικό κόμμι — Εκχύλισμα που προέρχεται από ένα είδος ακακίας του Σουδάν. Λέγεται και αραβίνη. Το α.κ. είναι μείγμα που περιέχει άλατα του ασβεστίου, του μαγνησίου και του καλίου, αραβικό οξύ και τις πεντοζάνες αραβάνη και γαλακτάνη. Το α.κ., που ήταν γνωστό… …   Dictionary of Greek

  • ημικυτταρίνες — Μακρομοριακοί ετεροσακχαρίτες με αριθμό μορίων από 1.000 έως 12.000. Οι η. ανάλογα με το είδος των σακχάρων που συμμετέχουν στη δομή τους διακρίνονται σε πεντοζάνες (ξυλάνες, αραβάνες), μεθυλοπεντοζάνες (φυκοζάνες, ραμινοζάνες), εξοζάνες… …   Dictionary of Greek

  • πεντόζες — Οργανικές ενώσεις, μονοσακχαρίτες (σάκχαρα), οι οποίες αντιστοιχούν στο γενικό τύπο C5H10O5 και περιέχουν στο μόριό τους πέντε άτομα άνθρακα. Είναι ουσίες κρυσταλλικές, άχροες, με γλυκιά γεύση. Οι π. είναι ανάλογες με τις εξόζες* και διακρίνονται …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”